σφυρήλατος
[sfiriˈlatos], σφυρήλατη, σφυρήλατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σφυρήλατος σίδηροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchmiedeeisenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σφυρήλατου σιδήρου