σφραγίζω
[sfraˈjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (ab)stempelnσφραγίζω έγγραφοσφραγίζω έγγραφο
- versiegelnσφραγίζω κλείνω, βουλλώνωσφραγίζω κλείνω, βουλλώνω
- plombieren, füllenσφραγίζω δόντισφραγίζω δόντι
examples