σφουγγαρόπανο
[sfuŋgaˈropano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheuerlappenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφουγγαρόπανοAufwischlappenαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφουγγαρόπανοσφουγγαρόπανο