σφοδρότητα
[sfoˈðrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσφοδρότηταStärkeθηλυκό | Femininum, weiblich fσφοδρότητασφοδρότητα