„σφιγμένος“ σφιγμένος [sfiɣˈmenos], σφιγμένη, σφιγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkrampft verkrampft σφιγμένος σφιγμένος