„σφαλερότητα“: θηλυκό σφαλερότητα [sfaleˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fehlbarkeit Fehlbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f σφαλερότητα σφαλερότητα