σφαίρα
[ˈsfera]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kugelθηλυκό | Femininum, weiblich fσφαίρα κ. όπλουσφαίρα κ. όπλου
- Bereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφαίρα μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφSphäreθηλυκό | Femininum, weiblich fσφαίρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσφαίρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
examples
- σφαίρα δραστηριότηταςTätigkeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σφαίρα επιρροήςEinflussbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich mEinflussgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σφαίρα μολύβδουBleikugelθηλυκό | Femininum, weiblich f