„σφάλλω“: αμετάβατο ρήμα σφάλλω [ˈsfalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έσφαλα; εσφαλμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich irren sich irren σφάλλω σφάλλω