σφάζω
[ˈsfazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schlachtenσφάζωσφάζω
- ermordenσφάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσφάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ