„σφάγια“: πληθυντικός ουδετέρου σφάγια [ˈsfajia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlachtvieh Schlachtviehουδέτερο | Neutrum, sächlich n σφάγια σφάγια