„συχνάζω“: αμετάβατο ρήμα συχνάζω [sixˈnazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkehren, Stammgast sein verkehren συχνάζω σε έναν χώρο συχνάζω σε έναν χώρο Stammgast sein συχνάζω σε ένα κέντρο συχνάζω σε ένα κέντρο