συσχετισμός
[sisçetizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verbindungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυσχετισμόςZusammenhangαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυσχετισμόςσυσχετισμός