συστολή
[sistoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schamhaftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fσυστολή ντροπαλότηταScheuθηλυκό | Femininum, weiblich fσυστολή ντροπαλότητασυστολή ντροπαλότητα
- Zusammenziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυστολή φυσσυστολή φυσ