συστατικό
[sistatiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bestandteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυστατικόElementουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυστατικόσυστατικό