„συσσωρευτής“: αρσενικό συσσωρευτής [sisorefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Akku Akku(mulator)αρσενικό | Maskulinum, männlich m συσσωρευτής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ συσσωρευτής ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ