„συρτάρι“: ουδέτερο συρτάρι [sirˈtari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schublade, Schubfach Schubladeθηλυκό | Femininum, weiblich f συρτάρι Schubfachουδέτερο | Neutrum, sächlich n συρτάρι συρτάρι examples συρτάρι μαχαιροπίρουνων Besteckschubladeθηλυκό | Femininum, weiblich f συρτάρι μαχαιροπίρουνων