συρραπτικό
[siraptiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Heftmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich fσυρραπτικόHefterαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυρραπτικόσυρραπτικό