συρρέω
[siˈreo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-νέρρευσα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammenfließenσυρρέω ποταμοίσυρρέω ποταμοί
- zusammenströmenσυρρέω πλήθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφσυρρέω πλήθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ