„συρίγγιο“: ουδέτερο συρίγγιο [siˈriŋgjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fistel Fistelθηλυκό | Femininum, weiblich f συρίγγιο συρίγγιο