„συνωστίζομαι“: αποθετικό ρήμα συνωστίζομαι [sinosˈtizome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-σθηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich drängen sich drängen συνωστίζομαι συνωστίζομαι