„συνωμότρια“: θηλυκό συνωμότρια [sinoˈmotria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verschwörerin Verschwörerinθηλυκό | Femininum, weiblich f συνωμότρια συνωμότρια