„συνυποψήφιος“: αρσενικό συνυποψήφιος [sinipoˈpsifios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitbewerber Mitbewerberαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνυποψήφιος συνυποψήφιος