„συντρόφισσα“: θηλυκό συντρόφισσα [sinˈdrofisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Genossin Genossinθηλυκό | Femininum, weiblich f συντρόφισσα πολιτική | Politikπολιτ συντρόφισσα πολιτική | Politikπολιτ