„συντροφεύω“: μεταβατικό ρήμα συντροφεύω [sindroˈfevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesellschaft leisten Gesellschaft leisten (κάποιον jemandem) συντροφεύω συντροφεύω