συντονιστής
[sindonisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ordnerαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυντονιστήςσυντονιστής
examples
- συντονιστής συζήτησηςDiskussionsleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m