συντονίζω
[sindoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- koordinieren, (aufeinander) abstimmenσυντονίζωσυντονίζω
- verstärkenσυντονίζω ενισχύω, ενδυναμώνωσυντονίζω ενισχύω, ενδυναμώνω