„συνταρακτικός“ συνταρακτικός [sindaraktiˈkos], συνταρακτική, συνταρακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erschütternd erschütternd συνταρακτικός συνταρακτικός