„συνταξιοδοτώ“: μεταβατικό ρήμα συνταξιοδοτώ [sindaksioðoˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) pensionieren pensionieren συνταξιοδοτώ συνταξιοδοτώ