„συνταξιδιώτης“: αρσενικό συνταξιδιώτης [sindaksiˈðjotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συνταξιδιώτισσα [sindaksiˈðjotisa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mitreisende Mitreisende(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f συνταξιδιώτης συνταξιδιώτης