„συνοφρύωση“: θηλυκό συνοφρύωση [sinoˈfriosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stirnrunzeln Stirnrunzelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνοφρύωση συνοφρύωση