„συνονθύλευμα“: ουδέτερο συνονθύλευμα [sinonˈθilevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Patchwork Patchworkουδέτερο | Neutrum, sächlich n συνονθύλευμα συνονθύλευμα