„συνομιλώ“: αμετάβατο ρήμα συνομιλώ [sinomiˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich unterhalten sich unterhalten (με mit) συνομιλώ συνομιλώ