συνθετικό
[sinθetiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bestandteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυνθετικόσυνθετικό
- Synthetikθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνθετικό ρούχοσυνθετικό ρούχο