„συνθεσάιζερ“: ουδέτερο συνθεσάιζερ [sinθeˈsaizer]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Synthesizer Synthesizerαρσενικό | Maskulinum, männlich m συνθεσάιζερ συνθεσάιζερ