συνθέτω
[sinˈθeto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έθεσα; -ετέθην; -θεμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammensetzen, zusammenstellenσυνθέτωσυνθέτω
- verfassenσυνθέτω λογοτεχνίασυνθέτω λογοτεχνία
- komponierenσυνθέτω μουσσυνθέτω μουσ