συνηρημένος
[siniriˈmenos], συνηρημένη, συνηρημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zusammengezogenσυνηρημένος γραμματική | Grammatikγραμμσυνηρημένος γραμματική | Grammatikγραμμ