συνεχίζομαι
[sineˈçizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fortgesetzt werden, weitergehen, sich fortsetzenσυνεχίζομαισυνεχίζομαι
- fortdauernσυνεχίζομαι διαρκώ για μεγάλο χρονικό διάστημασυνεχίζομαι διαρκώ για μεγάλο χρονικό διάστημα
examples
- συνεχίζεταιFortsetzung folgt