συνεπής
[sineˈpis], συνεπής, συνεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- konsequent, folgerichtigσυνεπήςσυνεπής
- pünktlichσυνεπής για ώρασυνεπής για ώρα
Thank you for your feedback!