„συνεισφέρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα συνεισφέρω [siniˈsfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-έφερα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beitragen, spenden beitragen (σε zu) συνεισφέρω συμβάλλω συνεισφέρω συμβάλλω spenden συνεισφέρω ως δωρεά συνεισφέρω ως δωρεά