συνδυάζω
[sinðiˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verbinden, kombinierenσυνδυάζωσυνδυάζω
examples
- συνδυασμένα αθλήματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl αθλητισμός | SportαθλMehrkampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m