„συνδυάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα συνδυάζομαι [sinðˈiazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verbinden sich verbinden συνδυάζομαι συνδυάζομαι