„συναποφασίζω“: αμετάβατο ρήμα συναποφασίζω [sinapofaˈsizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mitbestimmen mitbestimmen συναποφασίζω συναποφασίζω