„συναναστρέφομαι“: αποθετικό ρήμα συναναστρέφομαι [sinanaˈstrefome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-άφηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkehren, Umgang haben verkehren (με mit) συναναστρέφομαι Umgang haben (με mit) συναναστρέφομαι συναναστρέφομαι