„συναισθάνομαι“: αποθετικό ρήμα συναισθάνομαι [sinesˈθanome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-θηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich bewusst sein, sich bewusst werden sich bewusst sein (αιτιατική | Akkusativakk /γενική | Genitiv gen) συναισθάνομαι έχω επίγνωση συναισθάνομαι έχω επίγνωση sich bewusst werden (αιτιατική | Akkusativakk /γενική | Genitiv gen) συναισθάνομαι καταλαβαίνω συναισθάνομαι καταλαβαίνω