συναίνεση
[siˈnenesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einwilligungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναίνεσηEinverständnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nσυναίνεσησυναίνεση