συνάλλαγμα
[siˈnalaɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Devisenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplσυνάλλαγμα οικονομία | Wirtschaftοικονσυνάλλαγμα οικονομία | Wirtschaftοικον
examples
- συναλλαγματικές πράξειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplDevisenhandelαρσενικό | Maskulinum, männlich m