„συμφωνημένος“ συμφωνημένος [simfoniˈmenos], συμφωνημένη, συμφωνημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausgemacht ausgemacht συμφωνημένος συμφωνημένος