„συμφυτικός“ συμφυτικός [simfitiˈkos], συμφυτική, συμφυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zusammengewachsen zusammengewachsen συμφυτικός συμφυτικός