συμφοιτητής
[simfitiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συμφοιτήτρια [simfiˈtitria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kommilitoneαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυμφοιτητήςKommilitoninθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφοιτητήςσυμφοιτητής