„συμφιλιωτικός“ συμφιλιωτικός [simfiliotiˈkos], συμφιλιωτική, συμφιλιωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) versöhnlich versöhnlich συμφιλιωτικός συμφιλιωτικός